παρακολουθοῦν

παρακολουθοῦν
παρακολουθέω
follow
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
παρακολουθέω
follow
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
παρακολουθέω
follow
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
παρακολουθέω
follow
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Οσίου Λουκά, μονή — Μοναστήρι στους δυτικούς πρόποδες του Ελικώνα, μεταξύ Βοιωτίας και Φωκίδας. Κατά τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο αποτελούσε περίφημο πνευματικό και μοναστικό κέντρο της Ελλάδας. Ιδρύθηκε από τον Όσιο Λουκά τον Στειριώτη (Καστρί,… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • ακροατήριο — (Νομ.). Ως δικαστικός όρος, σημαίνει την αίθουσα όπου διεξάγονται οι δίκες. Είναι ο χώρος όπου συνεδριάζει το δικαστήριο για να ερευνήσει την υπόθεση και να απαγγείλει την απόφαση. Εκεί εξετάζονται οι μάρτυρες και οι πραγματογνώμονες (αν… …   Dictionary of Greek

  • Τανάγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Θηβών, του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας μεγαλύτερος οικισμός, η Παναγία (υψόμ. 155 μ.). Η …   Dictionary of Greek

  • αγροκήπιο — Κήπος που βρίσκεται σε αγροτικό συνοικισμό ή σε αγροτικό κέντρο. Σε όλες τις χώρες, για να επιτευχθεί η βελτίωση της γεωργίας και της ζωοτεχνίας, ιδρύθηκαν πρότυπα α., όπου καλλιεργούνται υποδειγματικά διάφορα φυτά και διατρέφονται διάφορα ζώα.… …   Dictionary of Greek

  • απασχόληση — Όρος που στην οικονομική γλώσσα σημαίνει την κατάσταση στην oποία βρίσκονται οι συντελεστές παραγωγής που έχουν ενταχθεί στην παραγωγική διαδικασία. Ειδικότερα, με τον όρο α. νοείται η μορφή χρησιμοποίησης των εργατικών δυνάμεων σε οικονομικές… …   Dictionary of Greek

  • γαλαρία — η 1. η μεγάλη στοά ενός μεγάρου 2. εξώστης σπιτιού με τζαμαρία που χρησιμεύει συνήθως ως διάδρομος 3. υπόγεια στοά ορυχείου 4. ο τελευταίος εξώστης ενός θεάτρου με το φθηνότερο εισιτήριο, συνήθως χωρίς αριθμημένες θέσεις 5. οι θεατές που… …   Dictionary of Greek

  • διωβελία — και διωβολία, η (Α) παροχή δύο οβολών σε άπορους πολίτες για να παρακολουθούν τις παραστάσεις στο θέατρο …   Dictionary of Greek

  • εξέδρα — η (Α ἐξέδρα) [έδρα] νεοελλ. 1. ξύλινο ή μετάλλινο κατασκεύασμα πάνω από τη θάλασσα που συνδέεται με την ξηρά και χρησιμεύει ως διάδρομος ή αποβάθρα 2. ξύλινο κατασκεύασμα που στηρίζεται σε μικρούς στύλους για να παρακολουθούν οι θεατές τελετές ή… …   Dictionary of Greek

  • ζενίθ — (Αστρον.). Νοητό σημείο του ουρανού το οποίο βρίσκεται στην κατακόρυφο που διέρχεται από τον παρατηρητή και συναντά τον ουράνιο θόλο. Το ακριβώς αντίθετο σημείο της ίδιας κατακόρυφου λέγεται ναδίρ. Το ζ. καθώς και το ναδίρ βρίσκονται στη νοητή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”